Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
«Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν. «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουν δίκαιον. Ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια και Ντεληγιανναίγοι κι οι Λονταίοι και οι άλλοι κι ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας χωρίς παρά, κι ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωνσταντινουπόλεως.
Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακοναραίοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπροτάτους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κι έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. Γύμνωσαν και τους Τούρκους, παίρνοντας τον βιόν τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν. Οι ακαθαρσίες της Κωνσταντινόπολης και της Ευρώπης, καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσα πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κι εμείς είλωτές τους. Πήραν τα καλύτερα υποστατικά, της καλύτερες θέσες τους σπιτότοπους, στα υπουργεία βαρειούς μιστούς, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν – γιομόζουν αυτείνοι αγαθά.
Και οι Κολοκοτρωναίγοι οι φίλοι τους τα καλύτερα υποστατικά και πλούτη της πατρίδος. […]
"Οι άρχοντές µας, οι αρχηγοί µας έγιναν ""Εκλαµπρότατοι"", έγιναν ""Γενναιότατοι"" " και οι ντόπιοι και οι φερτικοί, όµως τίποτας δεν τους αναπεύει. 'Ηµασταν φτωχοί, εγίναµεν πλούσιοι. 'Ηταν ο Κιαµίλµπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, µύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων. 'Οταν ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του ήρθαν από την Ζάκυθο, δεν είχαν ούτε πιθαµή γης, τώρα φαίνεται τι έχουν. Το-ίδιον και εις την Ρούµελη. Γκούρας και Μαµούρης, Κριτζώτης, Γριβαίγοι, Στάικος και οι άλλοι, Τζαβελαίοι και άλλοι πολλοί. Και τι ζητούνε από το "έθνος; Μιλλιούνια ακόµα δια τις µεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται, όλο νόµους και φατρίες δια το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν.
Νόµους γυρεύει και σύστηµα να πάγη η πατρίς οµπρός. Ο Κολοκοτρώνης όµως κι' ο Μεταξάς και οι άλλοι οι τοιούτοι καθηµερινούς εφύλιους πολέµους θέλουν και φατρίες αυτείνοι τις γέννησαν[…]
«Αυτείνοι οπού καταφάνισαν την πατρίδα βάνουν τους δούλους τους και τους κόλακές τους, εκείνους οπούχουν ίσια την αρετή κι αγώνες, και τους εγκωμιάζουν εις της ’φημερίδες κάθε ολίγον και φκειάνουν και ΄στορίες. Φκειάνει μίαν ιστορίαν ο Αλέξαντρος ο Σούτζος εις το Γαλλικόν και λέγει σωτήρες της Ελλάδος τους φίλους του. Βάνει κι ο Κωλέτης τον Σουμερλή, στενόν φίλον του Γκούρα και της φατρίας τους, και φκειάνει ’στορίαν και κατηγοράει ασυστόλως τον Δυσσέα, τον οχτρό του Κωλέτη, κι εγκωμιάζει πολύ τον Γκούρα και τους φίλους του. Με τέτοια αρετή γένεται ’στορία; Να μην του ειπής και τα καλά του και τα κακά του κάθε ενού, αλλά παθητικώς; […] Οι φίλοι του ’στοριογράφου έχουν όνομα, εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του δεν έχουν όνομα. […]
Έβαλε κι ο Κολοκοτρώνης τον Πρωτοσύγκελλο Αρκαδίας και τον εγκωμιάζει πόσον ηρωγισμόν έδειξε εις την επανάστασή μας.»
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ(1798-1864):
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
[ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Ο πιο γνωστός συγγραφέας απομνημονευμάτων της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Μακρυγιάννης δεν ανήκε στην κληρονομική κάστα των ισχυρών αρματολών, αλλά ήταν ένας αυτοδημιούργητος οπλαρχηγός.
Τα απομνημονεύματά του καλύπτουν την περίοδο 1798-1851, στην οποία περιλαμβάνονται η παιδική και η νεανική του ηλικία (ορφανός από τη Ρούμελη που κατάφερε να γίνει ένας επιτυχημένος έμπορος) και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση
τα χρόνια της ωριμότητάς του, όπου έδρασε ως ηγετικό στέλεχος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. ΄Εμαθε γράμματα σε μεγάλη ηλικία ώστε να μπορέσει να γράψει απομνημονεύματα.
Όπως σημειώνει ο Κ. Θ. Δημαράς, «ο Μακρυγιάννης δεν αφηγείται, δεν περιγράφει –αγωνίζεται».
Η ανακάλυψη των χειρογράφων των απομνημονευμάτων έγινε το 1901 από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, ενός νεαρού τότε φιλολόγου με ιστορικό ενδιαφέρον για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Βλαχογιάννης μελετούσε συστηματικά τα αρχεία του Αγώνα, αναζητώντας σημαντικά έγγραφα κατάλληλα για δημοσίευση. Προσέγγισε τον γιό του Κίτσο Μακρυγιάννη, αλλά εκείνος δεν είχε ακούσει τίποτα σχετικό. Δέχτηκε όμως να κάνει μια έρευνα στο σπίτι και στο υπόγειο βρήκε έναν ντενεκέ με τα χειρόγραφα.
Η πρώτη έκδοση έγινε το 1907 με χρηματοδότηση του Κίτσου Μακρυγιάννη.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου